θυρσόλογχος

θυρσόλογχος
θυρσόλογχος, -ον (Α)
1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυρσόλογχος
λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά-λογχος, χρυσό-λογχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυρσολόγχοις — θυρσόλογχος thyrsus lance masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσόλογχον — θυρσόλογχος thyrsus lance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thyrsos — Satyr und Mänade mit Thyrsoi, attische rotfigurige Kantharos, um 460 v. Chr., Cabinet des médailles (De Ridder 849) …   Deutsch Wikipedia

  • θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”